.Η Διώρυγα της Κορίνθου είναι διώρυγα η οποία ενώνει τον Σαρωνικό με τον Κορινθιακό κόλπο, στη θέση του Ισθμού της Κορίνθου, λίγο ανατολικότερα από την πόλη της Κορίνθου. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1880-1893, έργο του Έλληνα μηχανικού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη. Η κατασκευή της είναι αποτέλεσμα της αναπτυξιακής πολιτικής του πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος με την κατασκευή μεγάλων έργων υποδομής στόχευε στη δημιουργία ενός σύγχρονου και οικονομικά ανεπτυγμένου κράτους. Μήκος 6,4 km (4,0 miles) Πρώτος μηχανικός Ίστβαν Τουρ και Μπέλα Γκέστερ Έναρξη κατασκευής 1881 Έναρξη χρήσης 25 Ιουλίου 1893 Η Ιστορία Στα αρχαία χρόνια μεταξύ του τείχους του Ισθμού και του περιβόλου του υπήρχε η δίολκος, οδός μέσω της οποίας μεταφερόταν εμπορεύματα και μικρά πλοία για να αποφευχθεί ο περίπλους της Πελοποννήσου. Η δίολκος, κατασκευή του Περιάνδρου, ήταν ένας πλακόστρωτος δρόμος ντυμένος με ξύλα, επάνω στον οποίο γλιστρούσαν τα πλοία με τη βοήθεια λίπους. Τα πλοία που υπερισθμίζοντο πλήρωναν τέλη, που ήταν το πιο σημαντικό έσοδο της Κορίνθου. Η ιδέα της διώρυγας υπήρχε ήδη από την εποχή του Περίανδρου, το 602 π.Χ. Ο πρώτος που προσπάθησε την υλοποίησή του ήταν ο Νέρων, το 66 μ.Χ., σε σχέδια του Ιούλιου Καίσαρα και του Καλιγούλα. Μετά το θάνατο του Νέρωνα, συνέχισε την προσπάθεια ο Ηρώδης ο Αττικός, ο οποίος όμως την εγκατέλειψε. Ο Ι. Καποδίστριας, προβλέποντας τη σημασία που θα είχε η διώρυγα στην ανάπτυξη της Ελλάδας, ανέθεσε τη σχετική μελέτη σε μηχανικό. Η δαπάνη εκτιμήθηκε σε 40.000.000 χρυσά φράγκα, που δεν μπορούσαν να εξευρεθούν από τη διεθνή χρηματαγορά και η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε. Το 1869 έγινε η διώρυγα του Σουέζ και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους η Κυβέρνηση Ζαΐμη ψήφισε νόμο "περί διορύξεως του Ισθμού", που εταιρεία ή ιδιώτης θα αναλάμβανε την κατασκευή και εκμετάλλευση του έργου. Η μελέτη του έργου έγινε από τον Ούγγρο στρατηγό István Türr, ο οποίος ίδρυσε την Διεθνή Εταιρεία της Θαλασσίας Διώρυγος της Κορίνθου (Société Internationale du Canal Maritime de Corinthe).[2][3] Στο έργο συμμετείχαν και άλλοι Ούγγροι ή Σλοβάκοι μηχανικοί, όπως ο Ίστβαν Τουρ και ο Μπέλα Γκέστερ από το Κόσιτσε της σημερινής Σλοβακίας. Λόγω έλλειψης κεφαλαίων το έργο ολοκληρώθηκε από εταιρεία του Ανδρέα Συγγρού το 1893. Οι εργασίες για τη διώρυγα εγκαινιάστηκαν την 23 Απριλίου 1882 παρουσία του βασιλιά Γεωργίου Α'. Στη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την αποχώρησή τους οι Γερμανοί το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1944, ανατίναξαν τη σιδηροδρομική και την οδική γέφυρα, έριξαν βαγόνια τρένου σε ένα σημείο της διώρυγας για να τη φράξουν και πυροδότησαν εκρήξεις στο βυθό του προλιμένα. Το 1947 η Σχολή Μηχανικού του Στρατού ανέλαβε την ανακατασκευή της οδικής γέφυρας. Η διώρυγα έχει μήκος 6.346 m, πλάτος στην επιφάνεια της θάλασσας 24,6 m, στο βυθό της 21,3 m, ενώ το βάθος της κυμαίνεται από 7,50 έως 8 m. Κάθε χρόνο περνούν τη διώρυγα 12.000 πλοία. Σίγουρα αποτελεί μια μοναδική εμπειρία η διάπλους της διώρυγας που πραγματοποιείται από τουριστικά σκάφη, μια εμπειρία που χιλιάδες τουρίστες και επισκέπτες της περιοχής βιώνουν κάθε χρόνο, ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Πηγή:wikipedia
Ο Φενεός με την πανέμορφη Λίμνη Δόξα είναι μια πανέμορφη περιοχή της Oρεινής Κορινθίας. Η μοναδικότητα της οφείλεται στο μεγάλο οροπέδιο που βρίσκεται ανάμεσα στα βουνά Ζήρεια και Χελμός καθώς και στα 9 χωριά που σχεδόν κυκλικά περιστοιχίζουν την περιοχή του Φενεού. Aλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι ο Φενεός έχει χαρακτηριστεί «Κορινθιακή Ελβετία» για την εκπληκτική του ομορφιά και τη μοναδικής ομορφιάς θέση του. Σήμερα ο Φενεός αρχίζει και γίνεται γνωστός όλο και περισσότερο και είμαστε περήφανοι που μπορούμε να σας προσφέρουμε ευχάριστη διαμονή εδώ στο παραδοσιακό ξενώνα μας στη Γκούρα Φενεού Κορινθίας. Ο Φενεόςείναι περιοχή της Ορεινής Κορινθίας και αποτελείται από 9 χωριά. Ηταν Δήμος με πρωτεύουσα την Γκούρα. Πλέον ανήκει στον Δήμο Σικυωνίων με πρωτεύουσα το Κιάτο. Ιστορία Ο Φενεός είναι μια περιοχή στην Ορεινή Κορινθία με μεγάλη ιστορία, γνωστή από τα Αρχαία Χρόνια. Σύμφωνα με τον Όμηρο Φενεάτες έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Την ύπαρξη πόλης στην περιοχή του Φενεού την αναφέρει και ο Παυσανίας στα βιβλία με τις περιηγήσεις του. Εξάλλου τα αρχαιολογικά ευρήματα που έχουν βρεθεί στη περιοχή του Φενεού δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για το ότι αυτός ο τόπος κατοικείται από αρχαιοτάτων χρόνων. Στα νεότερα χρόνια από ιστορικά έγραφα μαθαίνουμε ότι ο Φενεός άνηκε στην Αρκαδία και όχι στην Κορινθία όπως και ανήκει τα τελευταία 100 χρόνια. Οι κάτοικοι των χωριών του Φενεού προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στο ελληνικό κράτος τόσο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας όσο και στη περίοδο της Γερμανικής κατοχής. Μαρτυρίες κάνουν λόγω για μεγάλη μάχη στην περιοχή του σημερινού χωριού Μάτι με τους Τούρκους. Επίσης σύμφωνα με κάποιες φήμες η επανάσταση πρόκειται να αρχίσει από το Μοναστήρι του Αγιου Γεωργίου αλλά τελικά ξεκίνησε από τα Καλάβρυτα. Στον πόλεμο του σαράντα οι Φενεάτες πήραν όπως είναι φυσικό και αυτοί μέρος. Οι περισσότεροι πολέμησαν στην μάχη της Κρήτης. Τα χωριά του Φενεού Γκούρα Η Γκούρα είναι το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής και πρωτεύουσα του πρώην Δήμου Φενεού (νυν Δήμος Συκιωνίων με πρωτεύουσα το Κιάτο). Είναι ένας οικισμός με υψόμετρο 950 μέτρα που βρίσκεται στις δυτικές πλαγιές της Ζήρειας στο βόρειο τμήμα της λεκάνης του Φενεού, στην πάνω κοιλάδα του ποταμού Όλβιου. Στην Γκούρα αξίζει κανείς να σταθεί και να θαυμάσει την πανέμορφη πλατεία με την επιβλητική πετρόχτιστη εκκλησία αλλά και τα αρχοντικά 19ου αιώνα του οπλαρχηγού της Επανάστασης Νικόλαου Οικονόμου – Γκούρα, του Σάρλη και του Μούρτη, τα οποία αποτελούν ιστορικά διατηρητέα μνημεία, χαρακτηριστικά της τοπικής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα. Εδώ μπορεί κανείς να βρει σχεδόν τα πάντα. Φυσικά το δημαρχείο και όλες οι υπηρεσίες(Κ.Ε.Π, αστυνομία, ταχυδρομείο και Αγροτική Τράπεζα) είναι εδώ. Επίσης εδώ βρίσκονται και σχολεία (Νηπιαγωγείο, Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο). Στη Γκούρα λειτουργεί Κέντρο Υγείας πλήρως εξοπλισμένο. Στο χωριό υπάρχουν ταβέρνες και παραδοσιακά καφενεία όπου μπορείτε να απολαύσετε το φαγητό ή το καφέ σας. Σπεσιαλιτέ της περιοχής η «σπαστή» σοκολάτα. Η Αρχαία Φενεός-(Καλύβια) Eίναι το χωριό απέναντι από την Γκούρα το οποίο απαραίτητα θα επισκεφτείτε κατά τη διαμονή σας στη περιοχή. Εκεί βρίσκονται πολλά αξιοθέατα. Το όνομα του χωριού άλλωστε άλλαξε για αυτό το λόγω. Στην Αρχαία Φενεό βρίσκονται ταβέρνες τόσο κοντά στη λίμνη «Δόξα» όσο και στο κέντρο του χωριού. Το Μάτι (Γκιόζα) Eίναι το δεύτερο μεγαλύτερο χωριό μετά την Γκούρα . Γνωστό από τη μυθολογία αφού ο Ηρακλής λένε ότι άνοιξε τις καταβόθρες για γλιτώσει τον κόσμο από το έλος. Έτσι η μεγάλη λίμνη του Φενεού αποξηράνθηκε φυσικά και πλέον έχει δώσει τη θέση της στο κάμπο. Στο Μάτι λειτουργεί παραδοσιακό τυροκομείο και μπορείτε να απολαύσετε το καφέ σας σε ένα από τα τρία καφενεία που βρίσκονται στην πλατεία του. Στο Μεσινό Το χωριό που βρίσκεται στην μέση του κάμπου του Φενεού μπορεί κανείς να απολαύσει το καφέ ή το φαγητό του στα μαγαζιά που βρίσκονται πάνω στο δρόμο και γύρω από την πλατεία του. Λειτουργεί ακόμα και σήμερα παραδοσιακός μύλος. Στο Στενό Υπάρχει ο φημισμένος, αιωνόβιος πλάτανος που βρίσκεται στην πλατεία του χωριού. Αξίζει να δοκιμάσετε λίγο από αυτό το νερό που βγαίνει μέσα από τον πλάτανο και ξεδιψά τον κάθε επισκέπτη. Αξίζει να σταματήσετε για λίγο στην «Αγία-Μαρίνα» για να ξεκουραστείτε και να απολαύσετε τη θέα. Παραδοσιακά καφενεία κάτω από το πλάτανο είναι τόπος συνάντησης των νέων τις περιοχής. Ο Φενεός (Συβίστα) Το χωριό με τα στενά δρομάκια και την πανέμορφη εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Τη νεροτριβή και το μύλο που βρίσκονται στην αρχή του χωριού και το σπουδαίας αξία λαογραφικά του μουσείο. Λειτουργούν παραδοσιακά καφενεία και ταβέρνα. Ο Ταρσός Ανω και Κάτω, μικρά χωριουδάκια με μεγάλη ιστορία. Οι κάτοικοι του Ταρσού λέγεται ότι ήταν οι πρώτοι γνήσιοι Φενεάτες. Το Πανόραμα Είναι ένα χωριό κτισμένο στα 1000 μέτρα υψόμετρο. Οι μικρές ταβέρνες προσφέρουν παραδοσιακή κουζίνα και καλό κρασί. Η Μοσιά Το πρώτο χωριό που συναντάται μόλις έρχεστε στο Φενεό( από το δρόμο μετά την Στυμφαλία) έχει δύο πολύ καλές ταβέρνες και παραδοσιακά καφενεία. Πηγή:www.oreinikorinthia.gr Κορυφή: 2109m (Τριανταφυλλιά) Η Ντουρντουβάνα σλαβικό τοπωνύμιο που σημαίνει Τριανταφυλλιά, ή αλλιώς όρος Πεντέλεια σύμφωνα με τους αρχαίους, αποτελεί τη νοητή απόληξη των Αροάνιων Ορέων (Χελμός). Βρίσκεται νοτιοδυτικά του Χελμού και στο υψηλότερο του σημείο υπάρχουν δύο σχεδόν ισοϋψείς κορυφές. Περιμετρικά του βουνού κυριαρχεί δάσος ελάτων, ενώ σε πολλά σημεία και κοντά σε ρέματα υπάρχουν αρκετά φυλλοβόλα δέντρα με πιο εμφανή τα πλατάνια. Ένα ακόμη δέντρο που εντυπωσιάζει είναι το μαύρο πεύκο το οποίο συναντάται τόσο χαμηλά, όσο και πιο ψηλά λίγο πριν την αλπική περιοχή. Η πανίδα της περιοχής περιλαμβάνει αλεπούδες, λαγούς, ασβούς κ.α. Από πτηνά τα πιο συνηθισμένα είναι το γεράκι, η μπεκάτσα, τα κοράκια, τα αηδόνια, οι καρδερίνες και μερικά ακόμη μικρότερα πουλιά. Από το βουνό βέβαια δεν λείπουν και οι κυνηγοί οι οποίοι αφήνουν τα σημάδια τους παντού. Οι διάτρητες από σκάγια ορειβατικές ταμπέλες και οι πολλές τρύπες επάνω στους κορμούς των δέντρων μας θυμίζουν ότι δεν βρισκόμαστε όλοι στο βουνό για τον ίδιο σκοπό. Πολλοί επισκέπτες έρχονται στην περιοχή για να δουν την τεχνητή λίμνη Δόξας η οποία βρίσκεται κοντά στα χωριά Αρχαία Φενεός και Πανόραμα. Αξίζει να επισκεφτεί κανείς την αρχαία Φενεό που βρίσκεται στην τοποθεσία πύργος λίγο έξω από το ομώνυμο χωριό. Υπάρχουν ψηφιδωτά αλλά και ένας βωμός ενώ πολλά από τα ευρήματα έχουν μεταφερθεί στο μουσείο του χωριού. Η τεχνητή λίμνη Δόξαείναι το σήμα κατατεθέν της περιοχής ενώ περιμετρικά αυτής υπάρχουν και αρκετά μονοπάτια όπως και δασικοί δρόμοι για πεζοπορία. Ομορφότερη εποχή για μια επίσκεψη στην περιοχή είναι η άνοιξη. Πηγή: www.mountainsgreece.com
Ο Αώος αποτελεί ένα από τα πιο καθαρά ποτάμια της Ευρώπης που πηγάζει και κινείται σε μια από τις πιο παρθένες περιοχές της χώρας μας, στα βόρεια της Ηπείρου. Στην ελληνική μυθολογία το όνομα Αώος αποτελούσε επίθετο του Άδωνη, ενώ ιστορικά έχει αναφερθεί και ως Αίας, Άνιος και Αύος. Το συνολικό του μήκος φτάνει τα 272 χλμ. από τα οποία τα 68 κυλάνε στην Ελλάδα. Το ποτάμι στη συνέχεια κατευθύνεται προς τα βορειοδυτικά, εισέρχεται, νοτιοδυτικά της Κόνιτσας, στην Αλβανία, όπου αναφέρεται με το όνομα Vjosë και εκβάλλει στην Αδριατική στο μέσο περίπου της γειτονικής χώρας. Ο Αώος πηγάζει από τη Βόρεια Πίνδο σε υψόμετρο 1.340 μέτρων, όπου έχει δημιουργηθεί η τεχνητή λίμνη του Αώου και εμπλουτίζεται με νερά από πολλούς παραπόταμους με σημαντικότερους τον Βοϊδομάτη και τον Σαραντάπορο. Ο ποταμός διέρχεται ανάμεσα στους ορεινούς όγκους της Τύμφης και του Σμόλικα και στο σημείο που περνάει δίπλα από την Τραπεζίτσα σχηματίζει ένα εντυπωσιακό, πυκνοδασωμένο και σχεδόν απρόσιτο, φαράγγι που φτάνει τα 8 χλμ. σε μήκος. Ο Αώος «τρέχει» ανάμεσα σε δύο Εθνικά Πάρκα, του Βίκου-Αώου και της Βάλιας Κάλντα, συμβάλλοντας με την καθαρότητα, τον όγκο και την δύναμη των νερών του στην διαμόρφωση και διατήρηση του άγριου τοπίου και της πλούσιας φύσης της περιοχής. Δυστυχώς, διάφοροι πολιτικοί και πρόθυμοι «περιβαλλοντολόγοι» αντιλαμβάνονται την άγρια φύση της χώρας μας ως κτήμα τους, φτάνοντας στο απίστευτο σημείο να μελετούν την εκτροπή του ποταμού, με τη δημιουργία φαραωνικών έργων και στερώντας από τα οικοσυστήματα, τα ζώα, τα φυτά, τους κατοίκους της περιοχής και όλους μας, μία από τις πιο παρθένες περιοχές της χώρας. Σε όλο το διάβα του, ο Αώος καλύπτεται από μεγάλα παρόχθια δάση με ιτιές, λεύκες, πλατάνια, σκλήθρα, σφενδάμια και πικροκαστανιές, ενώ λίγο πιο ψηλά από την κοίτη του ξεκινάνε υπέροχα μεικτά δάση όπου κυριαρχεί το μαύρο πεύκο που ενώνεται με οξυές, έλατα και φλαμουριές. Η περιοχή είναι διάσημη για τον χλωριδικό της πλούτο. Στις όχθες και στα βράχια φυτρώνουν πολλά σπάνια φυτά, από τα οποία ξεχωρίζουν η ενδημική κενταύρια Centaurea pawlowskii, το Bupleurum karglii, η σιληνή της Πίνδου Silene pindicola, ο κρίνος Lilium candidum, η Angelica sylvestris, η Hesperis dinarica, η σπάνια Ramonda serbica, η Scutellaria rupestris adenotricha, το Sedum rubens, η καμπανούλα Campanula bononiensis, ο Stachys plumosa, το βαλσαμόχορτο Hypericum rumeliacum, το εντυπωσιακό Petasites hybridus, η Agrimonia eupatoria, η Asphodeline lutea, το αγριογαρύφαλλο Dianthus viscidus, το Linum hologynum, ο Tragopogon balcanicus, το γεράνι Geranium subcaulescens, η Orlaya daucorlaya, η ίριδα Iris sintenisii, η Digitalis lanata και οι ορχιδέες Dactylorhiza saccifera, Himantoglossum caprinum, Cephalanthera rubra, Platanthera chlorantha, Anacamptis morio, A. pyramidalis, Neotinea tridentata, Ophrys apifera, O. epirotica, O. helenae, O. oestrifera. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η Lysimachia atropurpurea που φυτρώνει κατά δεκάδες στα άνυδρα βραχώδη σημεία της κοίτης στο τέλος της άνοιξης. Στην κοίτη του ποταμού, μπορεί κανείς να παρατηρήσει αρκετούς νεροκότσυφες να πετάνε από το ένα βραχάκι στο άλλο. Από τα αρπακτικά στη περιοχή ζούνε γερακίνες, φιδαετοί, σφηκιάρηδες, πετρίτες, ξεφτέρια, βραχοκιρκίνεζα, μπούφοι, χουχουριστές και κουκουβάγιες. Άλλα κοινά είδη που ζούνε γύρω από το ποτάμι είναι οι σταχτοσουσουράδες, τα αηδόνια, οι γαλαζοπαπαδίτσες, οι καλόγεροι, οι φάσσες, οι δεντροτσοπανάκοι, οι δεντροβάτες, οι αιγίθαλοι, οι τρυποφράχτες, τα λούγαρα, οι μεσαίοι δρυοκολάπτες, οι πράσινοι δρυοκολάπτες, διάφορα είδη από μυγοχάφτες, οι κοκκοθραύστες, οι καρδερίνες, οι φλώροι, τα σιρλοτσίχλονα, τα βουνοτσίχλονα, τα μιλτοχελίδονα, οι γερακότσιχλες, οι κάργιες, οι κίσσες και οι θαμνοτσιροβάκοι. Η ερπετοπανίδα περιλαμβάνει πολλά είδη όπως, λοφιοφόρους τρίτωνες, σαλαμάνδρες, κιτρινομπομπίνες, φρύνους, πρασινόφρυνους, γραικοβάτραχους, πηδοβάτραχους, λιμνοβάτραχους, κονάκια, σαύρες της Ρούμελης, τρανόσαυρες, τοιχογουστέρες, σαΐτες, νερόφιδα, λιμνόφιδα, στεφανοφόρους, σπιτόφιδα, δεντρογαλιές και οχιές. Ο Αώος είναι από τα σημαντικότερα ποτάμια για τις βίδρες, ενώ στα γύρω δάση ζούνε αρκούδες, ζαρκάδια, αγριόγατοι, αγριογούρουνα, αλεπούδες, ασβοί, κουνάβια, νυφίτσες, σκίουροι και δεντρομυωξοί και ένα μικρό σπάνιο θηλαστικό, η νερομυγαλή, το οποίο τρέφεται με υδρόβια ασπόνδυλα. Η ιχθυοπανίδα του ποταμού είναι εξίσου πλούσια. Είναι ενδεικτικό ότι ο Παυσανίας αναφέρει: «οι δε Ελλήνων ποταμοί δείματα ως από θηρίων εισίν ουδέν, επεί και Αώω τω δια της Θεσπρωτίδος ρέοντι ηπείρου θηρία ου ποτάμια οι κύνες, αλλά επήλυδες εισιν εκ θαλάσσης» που με μια ελεύθερη μετάφραση σημαίνει: «Οι ποταμοί της Ελλάδας δεν έχουν φόβους από θηρία. Όσον αφορά τα θηρία του Αώου, που περνά από τη Θεσπρωτία, δεν είναι ποταμίσιοι καρχαρίες αλλά μετανάστες από τη θάλασσα». Στα νερά του ποταμού ζούνε 24 είδη ψαριών από τα οποία ξεχωρίζουν η αχριδοβελονίτσα (Cobitis ohridana), ο κωβιός της Σκόδρας (Gobio skadarensis), ο πινδοβίνος (Oxynoemacheilus pindus), το σίρκο της Σκόδρας (Alburnus scoranza), η σαρδελομάνα (Alosa fallax), η ιονική πέστροφα (Salmo farioides), η μπριάνα των Πρεσπών (Barbus prespensis) και το τσιρώνι της Οχρίδας (Rutilus ohridanus). Άλλα είδη είναι το ευρωπαϊκό τσιρωνάκι (Alburnoides bipunctatus), το χέλι (Anguilla anguilla), ο σύρτης (Chondrostoma vardarense) και ο χειλάς (Pachychilon pictum), ενώ στο ποτάμι ζούνε και κάποια αλλόχθονα είδη, όπως ο οξύρυγχος του Δούναβη (Acipenser gueldenstaedtii), ο οξύρυγχος του είδους Acipenser baeri και η αμερικάνικη πέστροφα (Oncorhynchus mykiss). Σημαντικό οικιστικό κέντρο ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, οι Aιγές («αι Αιγεαί») αποτέλεσαν το λίκνο της βασιλικής δυναστείας των Τημενιδών και τον πυρήνα του μακεδονικού βασιλείου από τα μέσα περίπου του 7ου αιώνα π.Χ. Κωμόπολη της Ημαθίας και της Μακεδονίας, χτισμένη σε απόσταση 8 χιλιομέτρων νοτιοανατολικά της Βέροιας, η Βεργίνα, που δημιουργήθηκε μετά τον ερχομό ποντίων προσφύγων (το 1922), απέκτησε παγκόσμια φήμη και ακτινοβολία χάρη στα λαμπρά ανασκαφικά ευρήματα που έφερε στο φως το 1977 ο αείμνηστος καθηγητής Mανόλης Aνδρόνικος. Στους βόρειους πρόποδες των Πιερίων και νοτίως του ποταμού Αλιάκμονα, ανάμεσα στη Βεργίνα και το γειτονικό χωριό Παλατίτσια, σε μια περιοχή στρατηγικής σημασίας και πλούσια από την άποψη των φυσικών πόρων, ανακαλύφθηκε μια πόλη «κατά κώμας» (δηλαδή, ένα πολεοδομικό συγκρότημα με το τειχισμένο άστυ στο κέντρο και πολυάριθμους μικρότερους και μεγαλύτερους συνοικισμούς ολόγυρα), που ταυτίστηκε με τις Aιγές, την πρώτη πόλη των Μακεδόνων. Σημαντικό οικιστικό κέντρο ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (10ος-7ος αιώνας π.Χ.), οι Aιγές («αι Αιγεαί», ο τόπος με τα πολλά κατσίκια) αποτέλεσαν το λίκνο της βασιλικής δυναστείας των Τημενιδών και τον πυρήνα του μακεδονικού βασιλείου από τα μέσα περίπου του 7ου αιώνα π.Χ. (τότε έγινε βασιλιάς των Μακεδόνων ο Περδίκκας Α’, Δωριέας από το Άργος και απόγονος της γενιάς του Ηρακλή). Επί βασιλείας Αλεξάνδρου Α’ (498-454 π.Χ.) οι Αιγές υπήρξαν το κέντρο του σημαντικότερου ελληνικού κράτους στο βορρά. Επί Αρχελάου Α’ (413-399 π.Χ.) η αυλή των Αιγών αποτέλεσε χώρο φιλοξενίας για σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως ο ζωγράφος Ζεύξις και ο Ευριπίδης, ο οποίος επέπρωτο να συνθέσει εδώ τις τελευταίες τραγωδίες του. Εποχή ύψιστης ακμής για τις Αιγές υπήρξε η περίοδος της βασιλείας του Φιλίππου Β’ (359-336 π.Χ.), πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν αναπτύχθηκε εντονότατη οικοδομική δραστηριότητα στην πόλη (μεταξύ άλλων, τότε οικοδομήθηκε το ανάκτορο των Αιγών, το σημαντικότερο μαζί με τον Παρθενώνα κτίριο της κλασικής Ελλάδας) και η αυλή του ξακουστού μακεδόνα βασιλιά αποτέλεσε εστία παραγωγής πολιτισμού. Κατά το α’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. οι εξελίξεις στο πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο υποχρέωσαν τους μακεδόνες βασιλείς και τα μέλη των οικογενειών τους να παραμένουν ολοένα και περισσότερο στην Πέλλα, το τότε λιμάνι στη βόρεια πλευρά του Θερμαϊκού, που μεταμορφώθηκε ταχέως σε μια μεγάλη πόλη. Παρά ταύτα, οι Αιγές συνέχισαν να αποτελούν την πατροπαράδοτη βασιλική καθέδρα, τον τόπο όπου βρίσκονταν το ανάκτορο και οι τάφοι των βασιλέων, αλλά και τελούνταν οι σημαντικότερες ιερές τελετές και γιορτές του μακεδονικού βασιλείου. Στις Αιγές έπεσε νεκρός το καλοκαίρι του 336 π.Χ. ο Φίλιππος Β’, εκλεγμένος ηγεμόνας και αρχιστράτηγος όλων των Ελλήνων, στις Αιγές ανακηρύχθηκε βασιλιάς ο Μεγαλέξανδρος, ο οποίος φρόντισε να ενταφιάσει με τον αρμόζοντα τρόπο τον πατέρα του στη βασιλική νεκρόπολη των Αιγών. Εξάλλου, από τις Αιγές ξεκίνησε ο Μέγας Αλέξανδρος, την άνοιξη του 334 π.Χ., τη μεγάλη εκστρατεία του, αυτήν που έμελλε να τον καταστήσει κοσμοκράτορα και να κάνει το όνομά του γνωστό στα πέρατα της οικουμένης. Άρρηκτα δεμένες με τη μοίρα του μακεδονικού βασιλείου, οι Αιγές καταστράφηκαν μετά την ήττα του 168 π.Χ. από τους Ρωμαίους, γνώρισαν την παρακμή και έμειναν επί αιώνες στην αφάνεια, μέχρι τη στιγμή κατά την οποία η σκαπάνη του Μανόλη Ανδρόνικου συνάντησε την ιστορία στη μεγάλη Τούμπα των Αιγών. Τα ευρήματα της πολύχρυσης νεκρόπολης των Αιγών, τα αριστουργήματα της μακεδονικής τέχνης (η χρυσή λάρνακα και το χρυσό γοργόνειο από την πανοπλία του Φιλίππου Β’, η παράσταση από το θρόνο της Ευρυδίκης, οι τοιχογραφίες με τον Πλούτωνα και τον Ερμή, το στεφάνι μυρτιάς της Μήδας, της θρακιώτισσας συζύγου του Φιλίππου Β’, κ.ά.), τα εκθέματα του Μουσείου Βασιλικών Τάφων των Αιγών φανερώνουν τη συνεισφορά των Μακεδόνων στον πολιτισμό και μαρτυρούν το μεγάλο πλούτο και τη δύναμη, το υψηλό καλλιτεχνικό αισθητήριο και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων που έζησαν και έδρασαν στις Αιγές. Ο ευρύτερος αρχαιολογικός χώρος των Αιγών συγκαταλέγεται στα Mνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Kληρονομιάς της UNESCO και προστατεύεται ως περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Πηγή:www.in.gr
Ο Πεντάλοφος, το παλιό Ζουπάνι, είναι το μεγαλύτερο μαστοροχώρι της Μακεδονίας. Εδώ γεννήθηκε η χαρακτηριστική φράση Πέτρα είχαμε, πέτρα δουλέψαμε… Οι μάστορες που έβγαλε ο τόπος ήταν τόσοι πολλοί και ξακουστοί, με αποτέλεσμα να αποκαλούνταν ως Ζουπανιώτες, όχι μόνο οι μάστορες του γειτονικού Βυθού, αλλά όλοι όσοι προέρχονταν από το Βόιο. Η τέχνη τους βρίσκεται αποτυπωμένη κυρίως στις εκκλησίες, στα διώροφα και τριώροφα σπίτια του χωριού.
Είναι χαρακτηρισμένος ως Παραδοσιακός Οικισμός και διαθέτει περισσότερα από 500 πυργόσπιτα. Χωρίζεται σε δύο κύριες συνοικίες, την Κάτω, σκαρφαλωμένη στην απότομη πλαγιά της Γκραντίσκας και την Άνω, χτισμένη δίπλα στο καστανόδασος του Ρουμανιού. Ακριβώς στο κέντρο βρίσκεται η πλατεία με τα καταστήματα, η περίφημη Λόντζια, για την οποία δημιουργήθηκε και ξεχωριστός παραδοσιακός χορός. Είναι ένα τεράστιο σε έκταση κεφαλοχώρι, δομημένο αμφιθεατρικά, με το υψόμετρό του να κυμαίνεται από 950 μέχρι 1.100 μέτρα. Την περίοδο της απελευθέρωσης από τους Τούρκους ο πληθυσμός του έφθανε σχεδόν τους 2.500 κατοίκους και είχε μετατραπεί σε μία ζωντανή ορεινή κωμόπολη. Σήμερα 300 περίπου άνθρωποι μένουν εδώ όλο το χρόνο αν και το Καλοκαίρι ο αριθμός αυξάνεται κατά πολύ. Ο πρώτος πυρήνας του οικισμού δημιουργήθηκε το έτος 1427 και έπειτα εγκαταστάθηκαν αμιγώς ελληνικοί πληθυσμοί από άλλες περιοχές του Βοΐου και της Ηπείρου. Από τότε πρωταγωνίστησε σε όλους σχεδόν τους σημαντικούς σταθμούς της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας το Ζουπάνι ήταν το σημαντικότερο κέντρο της βορειοανατολικής Πίνδου. Στα χρόνια της Επανάστασης εδώ δρούσε ο Παύλος Μελάς, όπως και μέχρι εδώ έφταναν οι επιδρομές των Τουρκαλαβανών για να σκορπίσουν την καταστροφή και τελικά να κάψουν το χωριό το έτος 1829. Στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο αποτέλεσε το ορμητήριο του ελληνικού στρατού και την πολιτική και στρατιωτική έδρα της Αντίστασης της Δυτικής Μακεδονίας από τον Ιούνιο του έτους 1943 ως το τέλος της Κατοχής. Από εδώ πέρασε ο Δαβάκης, ο πρωταγωνιστής του έπους του ’40 και από εδώ ξεκινούσαν οι Γυναίκες της Πίνδου, φορτωμένες με πυρομαχικά στην ανηφόρα για το μέτωπο και τραυματίες στην επιστροφή. Η νύχτα ζύγωνε, η βροχή δυνάμωνε και οι πρώτοι στρατιώτες πρόβαλαν μουσκεμένοι μέχρι το πετσί με το όπλο και τα εφόδιά τους φορτωμένοι. Σα νύχτωσε κατέφθαναν κι άλλοι πολλοί και γυναίκες με μουλάρια και άντρες του χωριού με δαδιά, για να δείχνουν το δρόμο. Ακόμα και στην αυλή μας είχαμε πολεμοφόδια. Φωνές, αλαλαγμός, τα ζώα δεν τα άφηναν να γυρίσουν πίσω, έπρεπε να ξαναπάνε στον Αι-Γιώργη της Βουχωρίνας. Ορθάνοικτες οι πόρτες του σχολείου να δεχθούν τους στρατιώτες. Με τα προπύλαιά του, τα μεγάλα παράθυρα και τις πελεκητές σε αρμονία πέτρες του, μου μιλούσε: «Μη φοβάσαι, θα νικήσουμε». (Δωροθέα Τακαλιού) Εδώ γράφτηκε η πρώτη ήττα των κατακτητών και από χωριά σαν τον Πεντάλοφο άλλαξε η παγκόσμια ιστορία. Βομβαρδίστηκε πολλές φορές από την ιταλική πολεμική αεροπορία, αλλά και από οβίδες όλμων κατά τον Εμφύλιο. Ως εκ θαύματος, γλίτωσε την πυρπόληση από τους Γερμανούς το έτος 1944 αν και υπήρξαν εκτελέσεις. Κάηκαν μόνο οι υποδομές των ανταρτών και το παλιό σχολείο, που ήταν ένα έργο τέχνης. Σήμα κατατεθέν αποτελεί η Γκραντίσκα και ο Ι.Ν. του Αγ. Αχιλλείου. Η Γκραντίσκα δεν είναι απλά ένας βράχος. Οι Πενταλοφίτες τον θεωρούν ιερό και είναι έθιμο για ζευγάρια, παρέες και ολόκληρες οικογένειες να ποζάρουν μπροστά της για μια φωτογραφία, συμβολίζοντας με την αγέρωχη ράχη της την ανθεκτικότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Από το έτος 1346 είχε ξεκινήσει να λειτουργεί ως κάστρο, τμήματα του οποίου σώζονται ακόμη. Άλλωστε, η λέξη Γκραντίσκα σημαίνει μικρή πόλη – κάστρο. Ο Ι.Ν. του Αγ. Αχιλλείου χτίστηκε το έτος 1742 από Ζουπανιώτες μαστόρους και φιλοτεχνήθηκε το 1774 από ζωγράφους των Χιονάδων της Ηπείρου. Το ιερό είχε ιστορηθεί νωρίτερα, το έτος 1744, από Γιαννιώτες ζωγράφους. Εδώ οι δημιουργοί υπερέβαλαν εαυτών. Πρόκειται για ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό κτίσμα και ένα αριστούργημα της αγιογραφικής τέχνης. Σήμερα, έχει κηρυχτεί Διατηρητέο Μνημείο. Παλιότερα αποτελούσε το χώρο εκκλησιασμού και των κατοίκων του Βυθού, όταν τα δύο χωριά θεωρούνταν ως ένα. Οι ντόπιοι σέβονταν τόσο πολύ τον Άγιο, που μια παλιά παράδοση λέει πως όσοι περνούσαν έφιπποι από εκεί έπρεπε να ξεπεζέψουν, γιατί αλλιώς τα άλογα τρόμαζαν, αγρίευαν και δεν προχωρούσαν. Σαν περάσεις φίλε από τον Πεντάλοφο, μην ξεχάσεις να ανάψεις ένα αγιοκέρι στη χάρη του Αγίου και να θαυμάσεις από κοντά τα έργα μιας εποχής όπου δεν υπήρχαν οι μηχανές και οι άνθρωποι δεν ζούσαν στον πυρετό μας. (Αργύρης Παφίλης) Ξεκινώντας την περιπλάνηση στα δαιδαλώδη γραφικά καλντερίμια του οικισμού, είναι πολύ ενδιαφέρουσα μια διαδρομή που θα περνάει από όλες τις πέτρινες εκκλησίες του. Καμάρι του φυσικού κόσμου που περιβάλλει τον Πεντάλοφο είναι για τους κατοίκους ο ορεινός όγκος του Προφήτη Ηλία, ο Αηλιάς ο Ζουπανιώτικος, το πυκνό καστανόδασος του Ρουμανιού, η κορυφή της Σπλήνας, οι ιαματικές πηγές στα Μπάνια και τα πευκοδάση της Πανούκλας. Ο Βυθός Κανένας άλλος οικισμός του Βοΐου δεν είναι χτισμένος σε τόσο απότομο και ορεινό τόπο όπως ο Βυθός, ο παλιός Ντόλος, που βρίσκεται σε υψόμετρο 1025 μέτρων, αθέατος σχεδόν από παντού. Χωρίζεται σε δύο απομακρυσμένους μεταξύ τους μαχαλάδες, σα να πρόκειται για διαφορετικά χωριά. Ο Κάτω Βυθός, σε απόσταση μόλις ενός χιλιομέτρου από τον Πεντάλοφο, βρίσκεται πραγματικά βυθισμένος σε μια απότομη ρεματιά, πολιορκημένος από την πυκνή βλάστηση του καστανόδασους του Σιούτσι, όπου υπάρχει μία υπεραιωνόβια καστανιά. Αντίθετα, ο Επάνω Βυθός κρέμεται από τους θεόρατους βράχους που σχηματίζει το Καραούλι, οι οποίοι υψώνονται κατακόρυφα σε ύψος διακοσίων μέτρων, προστατεύοντας, ή απειλώντας τον. Εδώ βρίσκεται η κεντρική πλατεία, ο Μάρμαρος. Είναι ένα μεγάλο σε έκταση μαστοροχώρι, με 200 σπίτια, τα περισσότερα πέτρινα. Ο πληθυσμός του στη δεκαετία του ‘40 ξεπερνούσε τους 800 κατοίκους. Σήμερα 100 άνθρωποι τον κρατούν ζωντανό κατά το Χειμώνα. Χαρακτηριστικές είναι οι αναβαθμίδες τριγύρω, οι πεζούλες που φτιάχνονταν με σκοπό την ισοπέδωση του εδάφους ώστε να καλλιεργηθεί. Στον Κάτω Βυθό ζούσαν μερικές οικογένειες πριν το έτος 1600. Το ιδιαίτερο της τοποθεσίας προσέλκυσε πληθυσμούς από τα κατεστραμμένα Παλιοχώρια, όπως τη Φτέρη, την Καλογρίτσα, το Ζάλτσι, τον Ισκιοντόλο και το Παλιοκριμήνι και έπειτα από την Κυψέλη, τους Φιλιππαίους, το Σούλι και το Κεράσοβο της Ηπείρου. Αργότερα, στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και συγκεκριμένα τον Ιούλιο του έτους 1944 η ομοψυχία των κατοίκων και η προσφορά τους στον αγώνα της εθνικής αντίστασης οδήγησε τη γερμανική διοίκηση στη μικρόψυχη απόφαση να πυρποληθεί το χωριό αδιακρίτως. Το τελικό χτύπημα έδωσε ο Εμφύλιος, μιας και ο τόπος βρέθηκε ανάμεσα στα αδελφοκτόνα πυρά, βιώνοντας ανείπωτες ιστορίες. Στο παλιό σχολείο λειτουργεί από το 2013 Μουσείο Ιστορίας – Λαογραφίας. Όμως το μεγαλείο της φύσης που περιβάλλει το Βυθό έμεινε ανέγγιχτο στο πέρασμα του χρόνου. Εντυπωσιάζει το Καραούλι με τους κάθετους βράχους και το καστανόδασος του Λόγγου που βρίσκεται ακριβώς πίσω του, η τοποθεσία του Αγ. Πολύκαρπου με τον μικρό καταρράκτη από όπου γίνεται προσβάσιμη η τεχνητή λίμνη και αναμφισβήτητα το φυσικό μνημείο της Σιουποτίστας με το Σκοτωμένο Νερό, η ομορφότερη ίσως εικόνα του Βοΐου. Στον Κάτω Βυθό βρίσκονται δύο ακόμη επισκέψιμα καστανοδάση, της Μανούκας και του Σιούτσι, στην είσοδο του οποίου χτίστηκαν τα Μπνάρια, δύο κοντινές πέτρινες βρύσες με γάργαρο νερό, έργα τέχνης, καθώς και το γεφυράκι του Βυθού. Το Δίλοφο Το Δίλοφο, το παλιό Λιμπόχοβο, είναι ένα ακόμη περίφημο μαστοροχώρι, χτισμένο σε υψόμετρο 960 μέτρα στη δασωμένη ράχη Μπουργιάνη, στις Νότιες απολήξεις του Βοΐου, πολύ κοντά στον Τάλιαρο. Χωρίζεται σε δύο συνοικίες, η πρώτη με Ανατολικό και η δεύτερη με Δυτικό προσανατολισμό, ενώ ακριβώς ανάμεσά τους βρίσκεται η κεντρική πλατεία και ο Ι.Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ένα έργο εξειρετκής τέχνης. Αν και το Δίλοφο δεν είναι χαρακτηρισμένος παραδοσιακός οικισμός αποτελεί το καλύτερα διατηρημένο από αρχιτεκτονικής άποψης χωριό του Βοΐου με τη χαρακτηριστική κοκκινωπή πέτρα του. Το Χειμώνα εγκαταλείπεται σχεδόν τελείως. Οι ελάχιστοι κάτοικοι που απομένουν έχουν να διηγηθούν πολλά για το αδιάβατο χιόνι, το πέρασμα των αρκούδων και τις μοναχικές νύχτες, αλλά και για την απέραντη γαλήνη, την ομορφιά του τοπίου και τον καθαρό βουνίσιο αέρα. Πριν από 100 χρόνια πιθανό ξεπερνούσε τους 400 κατοίκους. Οι περισσότεροι έφθασαν εδώ μετά τις αλλεπάλληλες καταστροφές του Τσέρου, που είχε την ατυχία να βρίσκεται επάνω στη στράτα των Τουρκαλβανών προς το Νότο. Άλλοι ήρθαν εδώ από την Ήπειρο και από τα ημιορεινά του Βοΐου, ζητώντας καταφύγιο. Περήφανοι άνθρωποι οι Διλοφίτες, με αγάπη για τα γράμματα και τη μαστορική, επιστρέφουν τα Καλοκαίρια και φροντίζουν με περίσσιο ζήλο το χωριό το οποίο αναγεννιέται, ξεπερνώντας τους 100 κατοίκους. Η Αγ. Σωτήρα Ακριβώς επάνω από τον ποταμό Πραμόριτσα και την παλιά εθνική οδό Κοζάνης – Ιωαννίνων, στην πλαγιά ενός μικρού λόφου, σε υψόμετρο 900 μέτρα, κρύβεται η Αγ. Σωτήρα, ή αλλιώς Σβόλιανη. Πίσω από τα πυκνά δέντρα ξεδιπλώνεται ένας μυστικός τόπος με διώροφα πέτρινα σπίτια, καλντερίμια και λιγοστούς, αλλά ζεστούς ανθρώπους. Όπως στα περισσότερα χωριά της περιοχής, έτσι και στη γραφική Αγ. Σωτήρα η βλάστηση είναι οργιώδης, αυξάνεται συνεχώς, θεριεύει τα δάση, πολλαπλασιάζει την άγρια ζωή και κυριαρχεί στη θέση της άλλοτε ανθρώπινης παρουσίας, έχοντας καλύψει πεζούλες, μονοπάτια, μέχρι και κτίρια. Παλιότερα, εδώ είχαν βρει καταφύγιο πληθυσμοί από τα πιο χαμηλά, αλλά και κάτοικοι του Τσέρου. Η Σκάλα της Σβόλιανης, το στριφογυριστό πέτρινο καλντερίμι που ενώνει την Αγ. Σωτήρα με τον Πεντάλοφο έχει πολλά να μας πει για τους διωγμούς των Χριστιανών, το πέρασμα των ελληνικών στρατευμάτων στο έπος του ’40, τις περιπλανήσεις των μαστόρων και τα μακρινά ταξίδια των κιρατζήδων. Σήμερα το χωριό δεν σβήνει, αντιστέκεται και ξαναζωντανεύει με κάθε ευκαιρία, θυμίζοντας τις παλιές εποχές, όταν ξεπερνούσε τους 300 κατοίκους. Διαθέτει δύο υπέροχες εκκλησίες, την κεντρική, που είναι αφιερωμένη στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη και τον Κοιμητηριακό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που βρίσκεται στην είσοδο του οικισμού. Η Νέα Κοτύλη Ήταν κάπου μετά τον Εμφύλιο όταν οι κάτοικοι της Παλιάς Κοτύλης, ή αλλιώς Κοτέλτσι πήραν τη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψουν το χωριό τους. Είχε υποστεί πολλές καταστροφές και σκοτωμούς μετά τους πολέμους και βρίσκονταν απομονωμένο σε μία άγρια τοποθεσία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσφέρει στους κατοίκους του τα απαραίτητα για να επιβιώσουν στην νέα εποχή που θα ξεκινούσε. Κάποιοι ακολούθησαν τους δρόμους της ξενιτιάς, άλλοι προτίμησαν να μείνουν στην Καστοριά και πολλοί από αυτούς αποφάσισαν να ιδρύσουν τη Νέα Κοτύλη στην απέναντι πλευρά του βουνού. Το νέο χωριό, το οποίο αναγνωρίστηκε ως οικισμός το έτος 1951, χτίστηκε στα βορειοανατολικά του Βοΐου, ακριβώς απέναντι από τα Όντρια, πιο κοντά στο Νεστόριο από ό,τι το παλιό, δίπλα στην εθνική οδό που ενώνει την Καστοριά με τα Ιωάννινα. Είναι ένα από τα ψηλότερα κατοικήσιμα μέρη της Ελλάδας με το εκπληκτικό υψόμετρο των 1.400 μέτρων. Εδώ οι στέγες είναι φτιαγμένες από λαμαρίνα και έχουν μεγάλη κλίση, για να πέφτει πιο εύκολα το ατελείωτο χιόνι του Χειμώνα. Σήμερα τείνει να διαμορφωθεί σε έναν από τους δημοφιλέστερους ορεινούς προορισμούς της Δυτικής Μακεδονίας. Οι Κοτυλιώτες επιστρέφουν στο παλιό χωριό μία φορά το χρόνο, για να τιμήσουν τον Αγ. Γεώργιο δίπλα στα γκρεμισμένα σπίτια των οικογενειών τους. Εξωτική ομορφιά και μοναδικοί θησαυροί της φύσης σε ένα νησί πέρα από τα συνηθισμένα. Γνωρίστε το πιο εξωτικό νησί του Αιγαίου. Το νησί όπου ανακαλύφθηκε η Αφροδίτη της Μήλου. Το πιο εντυπωσιακό νησί των Κυκλάδων. Ηφαιστειογενή πετρώματα βάφουν τα βράχια στις παραλίες κόκκινα, ροζ, πορτοκαλί! Το Σαρακήνικο και το Κλέφτικο με τους λευκούς βράχους, τα πράσινα νερά και τις σπηλιές αφηγούνται ιστορίες για πειρατές. Οι κατακόμβες, οι εξωτικές παραλίες, το πολύχρωμο Κλίμα, ο Εμπουριός και τα Μανδράκια με τα υπόσκαφα κτίσματα για τις βάρκες, το ηλιοβασίλεμα στην Πλάκα, όλα εδώ φωνάζουν: η Μήλος είναι μοναδική. Αξίζει να δείτε στη Μήλο Οι παραλίες της Μήλου, απ΄ τις ομορφότερες των Κυκλάδων Παλαιοχώρι, Παπάφραγκας, Γέροντας, Φυρή, Πλάκα, Τσιγκράδο, Πλάθιενα. Κίτρινα, πορτοκαλί, κόκκινα και εκτυφλωτικά λευκά πετρώματα και βράχοι συνδυάζονται με νερά πρασινογάλαζα και τιρκουάζ και σμιλεύουν παραλίες μοναδικές. Η ηφαιστειακή γη της Μήλου γέννησε ένα θέαμα πέρα από κάθε φαντασία... Πηδήξτε σε ένα καραβάκι ή πάρτε το σκάφος σας και απολαύστε το πολύχρωμο καλειδοσκόπιο των παραλιών της Μήλου σε όλο του το μεγαλείο. Στις σπηλιές των πειρατών Κλέφτικο, Παπάφραγκας, Σαρακήνικο, Κάτεργο. Οι τρομεροί πειρατές του Μεσαίωνα είχαν τα λημέρια τους στο νησί της Μήλου. Τα ίχνη τους θα τα βρείτε στο Κλέφτικο: οι δέστρες των πειρατικών πλοίων λαξεμένες πάνω σε θεαματικούς γκριζόλευκους βράχους, δίπλα σε γαλαζοπράσινα νερά και σπηλιές. Στο Σαρακήνικο, το τοπίο είναι... από άλλον κόσμο: ολόλευκα βράχια σε σχήματα μαγευτικά περιβάλλουν έναν κλειστό όρμο. Αφεθείτε στο βαθύ μπλε του Αιγαίου και νιώστε τη φύση να σας αγκαλιάζει... Η «μικρή Βενετία» Το απόγευμα κάνετε μια βόλτα στο γραφικό πολύχρωμο οικισμό πάνω στο νερό, όπου βρισκόταν το λιμάνι της αρχαίας Μήλου. Είναι από τους πιο ιδιαίτερους που θα συναντήσετε στις Κυκλάδες. Τι τον κάνει ξεχωριστό; Τα 35 «σύρματα» που στέκονται πλάι-πλάι, παλιότερα υπόσκαφα σπιτάκια για τις βάρκες, τώρα παραθεριστικές κατοικίες. Περιπλανηθείτε στον οικισμό σύρριζα στο νερό και περιμένετε το ηλιοβασίλεμα. Τώρα είναι η καλύτερη ώρα για φωτογραφίες! Η Πλάκα και το κάστρο Άλλη αίσθηση στην έννοια «ρομαντικό ηλιοβασίλεμα»... Οι πλάκες στο προαύλιο της Παναγίας της Κορφιάτισσας ζεσταίνουν τα γυμνά πόδια και εσείς εκεί, μαζί στα Μάρμαρα, ετοιμάζεστε να δείτε ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Όταν πια σουρουπώσει, χαζεύετε τα πλοία στο Αιγαίο... Δίπλα, η νοικοκυρεμένη Πλάκα, με την καθολική εκκλησία της Παναγίας των Ρόδων, το καλοβαμμένο πηγάδι, τα εστιατόρια και τα καφέ. Η πρωτεύουσα της Μήλου κτίστηκε το 1800 από τις αρχαίες πέτρες του κάστρου της. Ανηφορίστε μέχρι τα ερείπιά του και απολαύστε χωρίς βιασύνη το πανόραμα που προσφέρει το προαύλιο της Παναγίας Θαλασσίτρας. Στο αρχαιολογικό μουσείο της Πλάκας, η θεά του έρωτα: το αντίγραφο της Αφροδίτης της Μήλου, σε φυσικό μέγεθος. Οι κρυμμένοι θησαυροί της Μήλου H «σκοτεινή» Θειάφα Ανακαλύψτε με σκάφος αυτό το απόκοσμο «σκηνικό» των παλιών θειωρυχείων στα ανατολικά του νησιού, με τις στοές, τις σιδερένιες γέφυρες, τις ράγες, τα βαγονέτα και τα παλιά πέτρινα κτίσματα. Σε αυτό το νησί των Κυκλάδων θα βιώσετε το απόλυτο δέος. Η προϊστορική Φυλακωπή Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τον προϊστορικό οικισμό της Φυλακωπής. Επισκεφθείτε τον αρχαιολογικό χώρο στο δρόμο προς τα Πολώνια. Οι κατακόμβες Εδώ θα δείτε τις μοναδικές κατακόμβες που σώζονται στην Ελλάδα. Ένας αρχαιολογικός χώρος με τάφους, που χρονολογούνται από τον 1ο μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα, εντυπωσιακός και υποβλητικά φωτισμένος. Ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του νησιού. Πηγή: www.discovergreece.gr
Σύντομη ιστορική αναδρομή Η πορεία των Τζουμέρκων μέσα στο χρόνο υπήρξε μακραίωνη και πολυτάραχη. Ήδη από την Eποχή του Χαλκού και πιο συγκεκριμένα περίπου στο 2000 π.Χ., περίοδο άφιξης των πρώτων ελληνόφωνων φύλων στην Ήπειρο, εγκαθίσταται στη συγκεκριμένη περιοχή το φύλο των Αθαμάνων. Από αυτό πήρε και το όνομά της και έτσι έκτοτε έμεινε γνωστή ως Αθαμανία. Οι φιλολογικές πηγές επιβεβαιώνουν την άφιξη του φύλου των Αθαμάνων με τα υπόλοιπα ελληνόφωνα φύλα και την εγκατάστασή του στην προαναφερθείσα περιοχή. Η έλλειψη όμως συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας αποτελεί ανάσχεση στη μελέτη της πορείας και δράσης του, τόσο κατά την προϊστορική εποχή όσο και κατά την κλασική αρχαιότητα και έως τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Δυστυχώς, οι ελάχιστες αναφορές στις γραπτές πηγές και τα σποραδικά αρχαιολογικά ευρήματα δεν προσφέρουν παρά αποσπασματικά στοιχεία που αποδεικνύουν την κατοίκηση της Αθαμανίας από ένα ελληνικό γεωργικό φύλο, το οποίο, λόγω της γεωγραφικής του απομόνωσης και των δυσχερειών διαβίωσης, παρέμεινε σε πρωτόγονη κατάσταση σε σύγκριση με τη νότια Ελλάδα. Με το πέρασμα στον 4ο αι. π.Χ., που αποτελεί αφετηρία της γενικότερης πολιτικής οργάνωσης της Ηπείρου κατά τα νοτιοελλαδικά πρότυπα, της πολιτιστικής ανάπτυξης και της ενεργής συμμετοχής των διαφόρων πόλεων-κρατών της στα ελληνικά πράγματα, εμφανίζονται στο προσκήνιο και οι Αθαμάνες. Πιο συγκεκριμένα, χωρίς να είναι γνωστή η πολιτική τους οργάνωση καθώς και ο χρόνος ίδρυσης του ομώνυμου βασιλείου, συμμετέχουν δυναμικά στα μεγάλα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα της νοτίου Ελλάδος. Στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. θα προσαρτηθούν στο βασίλειο του Πύρρου, ο οποίος εκτίμησε την καίρια γεωγραφική θέση της περιοχής και θα τον ακολουθήσουν στις εκστρατείες του. Μετά το θάνατο και τη διάλυση του βασιλείου του, θα αποτελέσουν μέλη της Συμμαχίας των Ηπειρωτών. Στα τέλη του 3ου και στο πρώτο ήμισυ του 2ου αι. π.Χ. και έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ηπείρου, η Αθαμανία, ως ανεξάρτητο πλέον βασίλειο, θα βρεθεί στο επίκεντρο των πολεμικών και πολιτικών εξελίξεων και μάλιστα θα πρωταγωνιστήσει, κυρίως χάρη στην προσωπικότητα του χαρισματικού και δραστήριου βασιλιά της Αμύνανδρου. Μετά το 167 π.Χ. και τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η Αθαμανία, όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος, θα καταστραφεί και θα ερημωθεί. Οι κάτοικοί της θα μεταφερθούν σε πεδινές ή παραθαλάσσιες θέσεις και στα μεγάλα αστικά κέντρα, κατά τη συνήθη τακτική των Ρωμαίων. Συνολικά, καθ’ όλη την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, η ορεινή άγονη και απομονωμένη Αθαμανία, σχεδόν έρημη και εγκαταλελειμμένη, θα ακολουθήσει την παρακμή και γενικά την πορεία της υπόλοιπης Ηπείρου. Κατά τη διάρκεια της επόμενης βυζαντινής περιόδου, η περιοχή αρχικά θα υπαχθεί διοικητικά στην επαρχία Παλαιάς Ηπείρου και αργότερα στο θέμα Νικοπόλεως, θα γνωρίσει τις αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές, ίσως όχι με την ίδια ένταση όσο η υπόλοιπη πιο εύκολα προσβάσιμη Ήπειρος και κυρίως τα αστικά κέντρα της ύστερης αρχαιότητας, τις λεηλασίες, τη σλαβική κατάκτηση, την πρόσκαιρη βουλγαρική κατοχή, ενώ μετά το 1204 θα αποτελέσει τμήμα του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου. Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η πορεία της Αθαμανίας ενσωματώνεται και ταυτίζεται με την αντίστοιχη της υπόλοιπης Ηπείρου. Επειδή όμως η έρευνα και για την περίοδο αυτή βρίσκεται σε αρχικό ακόμη στάδιο, ενώ και τα ελάχιστα υπάρχοντα στοιχεία προσφέρουν πολύ γενικές πληροφορίες, θα πρέπει να περιοριστούμε σε γενικεύσεις και υποθέσεις σχετικά με τη θέση της και την πορεία της στο πλαίσιο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πιο συγκεκριμένα, δεν υπάρχουν στοιχεία και μαρτυρίες για τον πληθυσμό και τις αυξομειώσεις του, τις θέσεις εγκατάστασης και τη μορφή τους, τις τυχόν πολεμικές επιχειρήσεις και γενικότερα την οικονομική, πολιτική και κοινωνική οργάνωση. Ωστόσο, ο χώρος της Αθαμανίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως στρατηγικής σημασίας πέρασμα, το οποίο ένωνε την Ήπειρο με τη Θεσσαλία και ήλεγχε τμήμα του χερσαίου οδικού δικτύου. Η σημασία του αυτή είχε γίνει αντιληπτή ήδη από την κλασική αρχαιότητα, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αποτέλεσε συχνά αντικείμενο διεκδίκησης ανάμεσα σε διάφορα φύλα. Δεδομένου ότι οι ανάγκες επαφής και επικοινωνίας της Ηπείρου με τις όμορες περιοχές δεν μεταβλήθηκαν ουσιαστικά στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας, φαντάζει λογική η υπόθεση ότι η Αθαμανία εξακολούθησε να διατηρεί την εξέχουσα θέση που της εξασφάλιζε η γεωγραφία της. Λειτουργούσε επομένως ως μία από τις κύριες διόδους προς τη Θεσσαλία, μια περιοχή με την οποία η Ήπειρος είχε ιδιαίτερες σχέσεις και παράλληλη ιστορική πορεία. Η σημασία της αυξήθηκε την περίοδο του «Δεσποτάτου», καθώς η Αθαμανία δεν απέχει ιδιαίτερα από την πρωτεύουσά του Άρτα, ενώ, επιπλέον, από αυτή διερχόταν και η κυριότερη οδική αρτηρία που ένωνε απευθείας την Άρτα με τα Τρίκαλα και την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Έτσι λοιπόν, η ορεινή και απομονωμένη, αλλά στρατηγικού χαρακτήρα πέρασμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθαμανία βρίσκεται την εποχή του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου να πλαισιώνει την πρωτεύουσά του και να διασφαλίζει τμήμα της χερσαίας επικοινωνίας της. Η εξέχουσα θέση της δεν αποτελεί πλέον υπόθεση. Αντίθετα, αποδεικνύεται από την ίδρυση στην περιοχή της Κόκκινης Εκκλησιάς Βουργαρελίου και την πλαισίωσή της από την αντίστοιχη Πόρτα Παναγιά στην Πύλη Τρικάλων. Τα δύο μνημεία δηλαδή είναι τοποθετημένα κοντά στις δύο αφετηρίες της οδικής αρτηρίας, την οποία και ορίζουν. Επιπρόσθετες πληροφορίες για την ίδια περίοδο αντλούνται και από δύο πολύ σημαντικές ιστορικές μαρτυρίες, οι οποίες ωστόσο δεν κατέστη ακόμη δυνατό να αποδοθούν με πλήρη βεβαιότηρα. Πιο συγκεκριμένα, στο βιβλιογραφικό σημείωμα του κώδικα Cromwell 11 του 1225, ενός από τα Ηπειρωτικά Χειρόγραφα, ο γραφέας του, αναγνώστης Μιχαήλ Παπαδόπουλος, διασώζει, ανάμεσα σε άλλες πληροφορίες, ότι ο ίδιος ήταν υιός του ιερέως Γεωργίου, καταγόμενος από το θέμα των Ιωαννίνων και κάτοικος στο δρόγγο Τζεμερνίκου. Αντίστοιχα στο χρυσόβουλο του Αυτοκράτορα Ανδρονίκου Παλαιολόγου του 1321, με το οποίο παραχωρήθηκαν προνόμια στη νεοσυσταθείσα μητρόπολη όπως και στην πόλη των Ιωαννίνων, η ενορία Τζεμερνίκου συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πέντε ενορίες του θέματος των Ιωαννίνων. Από τις δύο προαναφερθείσες πηγές, αποδεικνύεται η κατοίκηση της περιοχής κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο. Επιπλέον, αποκαλύπτεται η διοικητική της διαίρεση, καθώς ο όρος δρόγγος χαρακτηρίζει την ορεινή διοίκηση σε ποικίλες μεσαιωνικές πηγές, αλλά και η αντίστοιχη εκκλησιαστική καθώς αποτελούσε ενορία του θέματος Ιωαννίνων, υπαγόμενη στην ομώνυμη Μητρόπολη. Τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με την παραγωγή χειρογράφων στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Τζεμέρνικου, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατά την περίοδο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου, όχι μόνο κατοικούνταν ή θεωρούνταν στρατηγικής σημασίας λόγω της καίριας γεωγραφικής της θέσης, αλλά ήταν πλήρως ενταγμένη στη δομή και διοίκηση τόσο του κράτους όσο και της Εκκλησίας, διάγοντας μάλιστα και μια εποχή γενικότερης ακμής. Η αμέσως επόμενη ιστορική περίοδος είναι εκείνη της μακραίωνης οθωμανικής κυριαρχίας. Δυστυχώς και για τη συγκεκριμένη περίοδο θα περιοριστούμε κυρίως σε υποθέσεις και γενικεύσεις, καθώς και πάλι τα στοιχεία είναι πενιχρά. Πιο συγκεκριμένα, μετά τη συνθηκολόγηση των Ιωαννίνων το 1430 και την αναίμακτη παράδοση της Άρτας το 1449, οι Οθωμανοί, εκτιμώντας την καίρια γεωγραφική θέση και τη μεγάλη σημασία της περιοχής των Τζουμέρκων, επιδίωξαν να την υποτάξουν, προκειμένου να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην ευρύτερη επικράτεια και να αποφύγουν τυχόν επαναστατικά κινήματα, τα οποία θα μπορούσε να υποθάλψει εξαιτίας της ορεινής και δυσπρόσιτης γεωμορφολογία της. Ωστόσο, οι κάτοικοι, όπως και σε άλλα τμήματα της ηπειρωτικής υπαίθρου, π.χ. Ανατολικό Ζαγόρι και τμήματα της περιοχής του Μαλακασίου, δεν υποτάχτηκαν αμέσως αλλά εξακολούθησαν να αντιστέκονται. Τελικά, το 1478 θα αναγκαστούν να συνθηκολογήσουν, πετυχαίνοντας όμως προνομιακό καθεστώς ημιανεξαρτησίας και αυτοδιοικήσεως, με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Επιπλέον, ορισμένα χωριά, π.χ. Καλαρρύτες, Συρράκο, τέθηκαν υπό την προστασία της βασιλομήτορος Βαλιδέ Σουλτάνας εξαιτίας της στρατηγικής τους θέσης, καθώς ήλεγχαν τα περάσματα της Πίνδου. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα και την ιδιαίτερη μεταχείρισή τους. Έτσι, τα Τζουμέρκα δεν θα γνωρίσουν τις αυθαιρεσίες και τις βιαιότητες του Οθωμανού κατακτητή, όπως άλλες ηπειρωτικές περιοχές. Αντίθετα και εξαιτίας της σχετικής αυτονομίας που απολάμβαναν, θα αποτελέσουν καταφύγιο για πολλούς δοκιμαζόμενους Έλληνες, που εγκατέλειπαν τις εστίες τους στις πεδινές θέσεις και επιδίωκαν την εγκατάστασή τους σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές. Τα προνόμια και η σχετική ηρεμία θα διατηρηθούν έως τις αρχές του 17ου αι. Βέβαια, σταδιακά είχαν αρχίσει να μειώνονται και να καταπατούνται. Ωστόσο, με αφορμή το αποτυχημένο επαναστατικό κίνημα του Διονυσίου Φιλοσόφου στα Γιάννενα (1611), καταργήθηκαν τόσο τα προνόμια όσο και η ευνοϊκή μεταχείριση πολλών ηπειρωτικών περιοχών. Έκτοτε, ο ζυγός της δουλείας έπεσε βαρύς επάνω στα χωριά των Τζουμέρκων, όπως και στην υπόλοιπη Ήπειρο, ενώ οι αρπαγές, οι ληστείες, οι λεηλασίες, οι αυθαιρεσίες, η βαριά φορολογία, οι εξισλαμισμοί, το παιδομάζωμα και οι διωγμοί διαδέχονταν τις περιόδους ηρεμίας και ευημερίας. Στα τέλη του 17ου αι. και πιο συγκεκριμένα μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), τα Τζουμέρκα θα γνωρίσουν μια περίοδο ακμής με τον πληθυσμό τους να αυξάνεται σημαντικά, κυρίως από την εγκατάσταση κατοίκων από τις γύρω περιοχές, τα διαλυμένα χωριά να ανασυγκροτούνται και να ιδρύονται νέα και μια γενικότερη οικοδομική δραστηριότητα να παρατηρείται σε ολόκληρη την επικράτεια. Κατά τον 18ο αι. και έως την άνοδο στο θρόνο του πασαλικίου της Ηπείρου του Αλή πασά (1788), εκτός από τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη και ακμή, παρατηρείται στην περιοχή και μια έντονη κινητικότητα ένοπλων ομάδων, οι οποίες, καλά οργανωμένες, παρακολουθούν τις εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο και είναι έτοιμες να ξεσηκωθούν. Βέβαια, οι κινήσεις τους γίνονται αντιληπτές από τους κατακτητές. Ως συνέπεια, συχνά επεμβαίνουν, με ασήμαντες αφορμές, τρομοκρατώντας, καταπιέζοντας και βασανίζοντας τους κατοίκους. Επομένως, η ησυχία, η ηρεμία και η γενικότερη ανάπτυξη διακόπτονται από λεηλασίες, αυθαιρεσίες, πυρπολήσεις, σφαγές κ.ά. Την περίοδο διακυβέρνησης της Ηπείρου από τον Αλή πασά (1788-1822), τα χωριά των Τζουμέρκων θα αναπτυχθούν περαιτέρω πληθυσμιακά και οικονομικά, ως αποτέλεσμα της καλής οργάνωσης και διοίκησης του κράτους του που απέφερε γενικότερη ηρεμία, ανάπτυξη και ακμή αλλά και εξαιτίας της ιδιαίτερης προσοχής που έτυχε η περιοχή συνολικά λόγω της καίριας γεωγραφικής της θέσης, κυρίως ως πέρασμα προς τη Θεσσαλία. Παράλληλα, θα αισθανθούν σε μεγάλο βαθμό και τη σκληρότητα του σατράπη της Ηπείρου, καθώς βρίσκονταν σε συνεχή επαναστατικό αναβρασμό και αποτελούσαν καταφύγιο ένοπλων ομάδων που συχνά αψηφούσαν την εξουσία του Αλή. Έτσι, συχνά ήταν και τα ιδιαίτερα σκληρά αντίποινά του, προκειμένου να επαναφέρει την τάξη και να διατηρεί τον έλεγχο. Ήδη όμως από το 1818, τα νέα για τη Φιλική Εταιρεία φτάνουν στην Άρτα και αρκετοί Τζουμερκιώτες θα μυηθούν σε αυτή. Πλησιάζοντας στις παραμονές της επανάστασης του 1821, οι μαρτυρίες, τα στοιχεία και οι πληροφορίες για την περιοχή πληθαίνουν, καθώς η συμμετοχή των χωριών και των κατοίκων στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα στάθηκε ιδιαίτερα μεγάλη και σημαντική, αναλογικά με τα δεδομένα της. Πιο συγκεκριμένα, ενώ η μύηση στη Φιλική Εταιρεία συνεχιζόταν, οι ένοπλες ομάδες οργανώθηκαν συστηματικότερα, ήρθαν σε συνεννοήσεις με καπεταναίους και άλλες αντίστοιχες ομάδες και βρίσκονταν σε συνεχή ετοιμότητα. Τελικά, στις 15 Μαΐου 1821, θα κηρυχτεί επίσημα η επανάσταση στη μονή του Αγ. Γεωργίου στο Βουργαρέλι. Έκτοτε, οι όμορες περιοχές των Τζουμέρκων και του Ραδοβιζίου βρίσκεται σε διαρκή αναταραχή. Αρκετές σκληρές μάχες διεξάγονται στα εδάφη τους και πολλά χωριά υφίστανται τα αντίποινα των κατακτητών: λεηλασίες, καταστροφές ή καίγονται και αφανίζονται ολοκληρωτικά, π.χ. Άγναντα, Συρράκο, Καλαρρύτες. Επιπλέον, Τζουμερκιώτες αγωνιστές εντοπίζονται σε ολόκληρη την Ήπειρο και τμήματα της Στερεάς Ελλάδας να μάχονται με ιδιαίτερη ανδρεία. Μετά το τέλος της επανάστασης και την ίδρυση του πρώτου ελληνικού κράτους, η περιοχή των Τζουμέρκων, παρά την πολύπλευρη προσφορά της και τις θυσίες της, δεν συμπεριλήφθηκε σε αυτό, όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος, αλλά παρέμεινε υπό οθωμανική διοίκηση. Η δίψα όμως για ελευθερία και η σφοδρή επιθυμία προσάρτησης στο νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος οδήγησαν στο ξέσπασμα μιας σειράς νέων, τοπικών αυτή τη φορά, επαναστατικών κινημάτων. Οι μάχες που διεξήχθησαν ήταν σκληρές και αιματηρές, ενώ και πάλι τα χωριά θα υποστούν τα αντίποινα των κατακτητών. Ως αποτέλεσμα όμως των συνεχιζόμενων αυτών αγώνων και της διπλωματίας, ήρθε η προσάρτηση των Τζουμέρκων στο ελληνικό κράτος το 1881, μαζί με τμήματα της Θεσσαλίας και της Άρτας. Αφού επιτεύχθηκε ο μεγάλος αυτός στόχος, η περιοχή δεν θα ειρηνεύσει. Αντίθετα, θα ακολουθήσει την ταραγμένη πορεία της νεότερης Ελλάδας, συμμετέχοντας στα μεγάλα πολεμικά γεγονότα και εξακολουθώντας έως τη σύγχρονη εποχή να αποτελεί κοιτίδα αγωνιστών και αντίστασης στον εκάστοτε κατακτητή. Κωνσταντίνα Ζήδρου
Αρχαιολόγος, Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Υποψήφια διδάκτωρ αρχαιολογίας του ιδίου Πανεπιστημίου Παλιά γεφύρια και νερόμυλοι, σπηλιές και πηγές με κρυστάλλινα νερά, βράχια λεία και σμιλευμένα στην κοίτη του χειμάρρου, όλη σχεδόν η χλωρίδα και πανίδα αυτού του νησιού, συνθέτουν το φαράγγι της Μέλισσας. Είναι το διαμάντι του νησιού μας.Ο περίπατος στο φαράγγι της μέλισσας είναι από εκείνες τις εμπειρίες που σε γεμίζουν δέος και απόλαυση, τόσο, που δυσκολεύεσαι να βρεις τις κατάλληλες λέξεις να περιγράψεις την εμπειρία σου. Όλες οι λέξεις μοιάζουν φτωχές. Ένας ορμητικός χείμαρρος σε συντροφεύει σε όλη τη διαδρομή. Βρίσκεται πότε στα δεξιά και πότε στα αριστερά σου. Από αυτόν το χείμαρρο τροφοδοτούνταν με νερό οι νερόμυλοι της εποχής που σώζονται μέχρι σήμερα. Τους συναντάς τον έναν μετά τον άλλον, δείγματα ζωής, ενέργειας και ανθρώπινου μόχθου. Η επίσκεψη στο φαράγγι της Μέλισσας είναι προσιτή ακόμα και στο μέσο περιπατητή και περιλαμβάνει τρεις διαδρομές. Λίγο πριν την ξύλινη αψίδα που σε οδηγεί στην «Πηγή Σπηλιάς» συναντάς το πρώτο πετρόχτιστο γεφύρι. Από εκεί και μετά το τοπίο αλλάζει, η φύση απλώνεται μπροστά σου σε όλο το μεγαλείο της. Τεράστια πλατάνια σε υποδέχονται για την πρώτη στάση δίπλα στην ξακουστή βρύση με τα κρυστάλλινα νερά. Είναι φωλιασμένη κάτω από έναν τεράστιο βράχο και βρίσκεται στη σκιά αιωνόβιων δέντρων. Το κελάρυσμα του νερού, το κελαΐδισμα των πουλιών, το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα, είναι οι ήχοι που θα σε συντροφέψουν από δω και πέρα. Πηγή:http://aromalefkadas.gr
Το μυθικό ποτάμι της Ηπείρου Ποταμός της λύπης∙ προθάλαμος του Κάτω Κόσμου∙ η τελευταία διαδρομή των ανθρώπινων ψυχών…Ο Αχέροντας κουβαλάει στα νερά του πλήθος μυθολογικών αναφορών. Τραγική περίπτωση η απέλπιδα προσπάθεια του Ορφέα να διεκδικήσει από τους υποχθόνιους θεούς του σκότους την αγαπημένη σύζυγό του Ευρυδίκη και να την οδηγήσει ξανά στη γη του φωτός. Στις πηγές του Αχέροντα Στα βουνά του Σουλίου, σε υψόμετρο 1.600 μέτρων, 2 μόλις χλμ. από το χωριό Γλυκή συναντάμε τις πηγές του Αχέροντα. Δημιουργώντας στο πέρασμά του τοπία απέραντης γαλήνης και μοναδικού φυσικού κάλλους, ο μυθικός ποταμός συνεχίζει απτόητος το αέναο ταξίδι του προς τη θάλασσα εκβάλλοντας στο Ιόνιο Πέλαγος, στην περιοχή της Αμμουδιάς. Με αφετηρία τη Γλυκή, εκεί που τους κανόνες του «πάνω κόσμου» ορίζει η φύση και η ξεγνοιασιά, τα ζωηρά, κρυστάλλινα νερά του – πολύ ορμητικά τον χειμώνα, απόλυτα προσβάσιμα το καλοκαίρι – διασχίζουν φαράγγια∙ σχηματίζουν νερόλακκους και μικρές λίμνες∙ φιλοξενούν ένα πολυσύνθετο οικοσύστημα προστατευμένο, μάλιστα, από το Δίκτυο Natura 2000. Αιωνόβια πλατάνια τον σκιάζουν. Θεόρατοι κατακόρυφοι βράχοι στέκονται φρουροί στο διάβα του. Χιλιάδες πουλιά δοξάζουν την ομορφιά του ξορκίζοντας έτσι την «μυθική θλίψη» στο όνομα της χαράς της ζωής! Από δω αρχίζει το ταξίδι… Τον Αχέροντα δεν αρκεί απλά να τον δεις και να τον ακούσεις. Πρέπει να τον διασχίσεις και μάλιστα με τα πόδια. Με αφετηρία το Κέντρο Πληροφόρησης της Γλυκής ξεκινήστε μια σύντομη ευκολοδιάβατη διαδρομή με κατεύθυνση τη θέση Σκάλα Τζαβέλαινας. Ακολουθώντας το περίφημο μονοπάτι που χρησιμοποιούσαν και οι Σουλιώτες κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, κατηφορίστε την καταπράσινη πλαγιά μέχρι την όχθη του ποταμού. Σταθείτε για λίγο στην Σπηλιά του Δράκου – σημείο όπου αναβλύζουν γάργαρες πηγές. Βαθύσκιωτα δάση με πλατάνια, αναρριχώμενα φυτά και πυκνές φτέρες κατά μήκος του ποταμού θα σας οδηγήσουν πίσω στη Γλυκή. Αφού έχετε πάρει μια μικρή μόλις γεύση από την ομορφιά της περιοχής, επιχειρείστε να την ανακαλύψετε σε όλο της το μεγαλείο! Μια από τις πιο εντυπωσιακές πεζοπορίες ξεκινά από τη θέση Σκάλα Τζαβέλαινας με τελικό προορισμό το Οροπέδιο Σουλίου (χωριό Σαμονίβα). Στη διαδρομή θα αντικρύσετε το επιβλητικό φαράγγι του Αχέροντα και θα σαγηνευθείτε από τις υπέροχες εναλλαγές του τοπίου. Η εντυπωσιακή τοξωτή γέφυρα Ντάλα στεφανώνει τον ποταμό που κυλάει τα ορμητικά νερά του στα κατάλευκα ασβεστολιθικά πετρώματα της κοίτης. Κατάφυτες ορθοπλαγιές κατεβαίνουν μέχρι την όχθη του ποταμού. Σε κάποιο σημείο, το ποτάμι στενεύει πολύ και τα πανύψηλα βράχια μοιάζουν να απαγορεύουν την πρόσβαση. Παλαιότερα, οι βράχοι ήταν ενωμένοι στην κορυφή, δίνοντας την εντύπωση τρομερής πύλης- της «Πύλης του Άδη». Τελικός προορισμός το χωριό Σαμονίβα, το πρώτο από τα Σουλιωτοχώρια. Παράδεισος εναλλακτικού τουρισμού Ο Αχέροντας ποταμός έχει εξελιχθεί σ’ έναν χώρο αθλημάτων της φύσης, όπως: • Ιππασία στις Πηγές • Αλεξίπτωτο πλαγιάς στην Παραμυθιά • Rafting, kayak και canoe – kayak στα Στενά • Ποδηλασία κατά μήκος του ποταμού • Canyoning στα Στενά • Παρατήρηση της φύσης • Μίνι κρουαζιέρα με μικροκάικα στις εκβολές του ποταμού, στο καλοκαιρινό θέρετρο της Αμμουδιάς • Κολύμπι – αν αντέχετε τα παγωμένα νερά του ποταμού • Καταδύσεις και όλα τα θαλάσσια σπορ στην Αμμουδιά Κοντινοί προορισμοί που αξίζουν τον κόπο... • Τα ιστορικά χωριά του Σουλίου • Η κοσμοπολίτικη και γραφική Πάργα με τα καταπράσινα νησάκια και το ιστορικό της Κάστρο • Το Νεκρομαντείο του Αχέροντα, στο χωριό Μεσοπόταμος (3 χλμ. από την Αμμουδιά) • Τα ερείπια και το Μουσείο της Αρχαίας Νικόπολης (8 χλμ. ΒΔ της Πρέβεζας) • Η Αρχαία Κασσώπη • Το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης • Η πόλη της Πρέβεζας με τη νησιώτικη όψη και τη βουνίσια καρδιά πηγή:www.discovergreece.gr
|
AuthorGAT - η πηγή αναφέρεται ξεχωριστά σε κάθε post Archives
October 2020
Categories
All
|
We Would Love to Have You Visit Soon!We live & work in Athens GMT +2 timezone
10:00 am - 6:00 pm |
©
Greece Adventure Trips
|